μαλαμάτωμα

μαλαμάτωμα
το [μαλαματώνω]
μαλαματοκάπνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιχρύσωση — η η επικάλυψη επιφάνειας πράγματος με λεπτό στρώμα χρυσού ή με φύλλα χρυσού, το χρύσωμα, το μαλαμοκάπνισμα, το μαλαμάτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρύσωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χρυσώνω, η χρύσωση, το μαλαμάτωμα. 2. λεπτό στρώμα από χρυσό που είναι στην επιφάνεια των επίχρυσων αντικειμένων. 3. κόσμημα από χρυσό. 4. το κατασκευασμένο από χρυσό σφράγισμα δοντιού. 5. δωροδοκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”